Το σύνταγμα αποτελεί το γενετικό υλικό κάθε κράτους με ‘χρωματοσώματα’ τα μορφώματα, τις αξίες, τις ιδιομορφίες και την ιστορία ενός τόπου, το σύνταγμα περιλαμβάνει τις βασικές αξίες και τους όρους και τις προϋποθέσεις για την σωστή και ομαλή λειτουργία ενός κράτους.
Το σύνταγμα κάθε κράτους αποτελεί την υπέρτατη μορφή νομοθεσίας μιας χώρας. Μεταξύ άλλων ένα σύνταγμα θεσπίζει τα βασικά δικαιώματα των πολιτών ενός κράτους, οι οποίοι παράλληλα δεσμεύονται απ’ αυτό,δηλώνει το πολίτευμα του κράτους, ορίζει τη μορφή λειτουργίας του ιδίου καθώς και πολλά άλλα. Ανά το παγκόσμιο συναντάμε διαφόρων τύπων συντάγματα και διαφορετικών πολιτευμάτων. Ως επί το πλείστο τα περισσότερα είναι κωδικοποιημένα και συμπυκνωμένα σε ένα συμπαγές δοκίμιο, το οποίο με την υπογραφή του πολλές φορές καθορίζει και τα “γενέθλια” του κράτους.
Φτάνοντας στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι αποτελεί απότοκο των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και καταρτίστηκε από μία ad hoc συνταγματική επιτροπή στην οποία παρίσταντο αντιπρόσωποι των εγγυητριών δυνάμεων και πρεσβευτές των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων οι οποίοι βρίσκονταν και στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν. Όλα υπό την εποπτεία του νομικού συμβούλου του Ελβετού συνταγματολόγου, καθηγητή Marcel Bridel.
Το τελικό κείμενο του Συντάγματος υπογράφηκε από τον Sir Hugh Foot, τον τελευταίο Κυβερνήτη της αποικίας της Κύπρου, το Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας κ. Γεώργιο Χριστόπουλο το Γενικό πρόξενο της Τουρκίας κ. Turrel και τους Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και Δρα Κουτσιούκ. Οι δύο τελευταίοι υπό την ιδιότητα τους ως ήδη εκλεγμένος Προέδρος και Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας αντίστοιχα.
Το Σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960 σηματοδοτώντας και την κήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόκειται για ένα σύνταγμα δοτό το οποίο πολλοί θα αποκαλούσαν και προβληματικό από τις αρχές της καθιέρωσής του, δεδομένου του ότι δεν ψηφίστηκε από το λαό. Ως αποτέλεσμα να αποτελεί ακόμη και σήμερα μη απόλυτα αποδεκτό κείμενο από μερίδα του λαού και από την αρχή προβληματικό το οποίο ο λαός δεν ψήφισε και σαφώς πολλοί εξ αυτού δεν αποδέχτηκαν ποτέ.
Η Κυπριακή Δημοκρατία καθοριζόμενη από το Σύνταγμα της πρόκειται για μια δικοινοτική χώρα για την οποία το σύνταγμα δεν προέβλεψε να «σβήσει την έντονη φλόγα» που προϋπήρχε μεταξύ των δύο κοινοτήτων, Ε/Κ και Τ/Κ. Βασικές συνταγματικές πρόνοιες άφηναν τις δύο κοινότητες συνεχώς παραπονούμενες καθώς και οι βασικές λειτουργίες του κράτους άφηναν κενά και ανασφάλειες Στην ΚΔ για τις πέντε μεγάλες πόλεις υπήρχαν δυο ανεξάρτητα δημαρχεία ένα Ε/Κ και ένα Τ/Κ εκ των οποίων μαρτυρίες δηλώνουν ότι δεν συμφωνούσαν ή δεν συνεργάζονταν ούτε για την καθορισμένη ώρα που θα περνούν τα εκάστοτε απορριμματοφόρα. Με πολλά από αυτά να τα αναφέρει ο Δ. Μακρίδης (The Divisive Problem of the Municipalities, 1957-1963)
Οι προκαθορισμένες θέσεις των δύο κοινοτήτων στην Βουλή των Αντιπροσώπων (ΒτΑ), το Ανώτατο Δικαστήριο και το Υπουργικό Συμβούλιο, άφηναν τη μεν πλευρά δυσαρεστημένη λόγω υπερ-αντιπροσώπευσης της Τ/Κ πλευράς με βάση την τότε αναλογία του πληθυσμού και την δε πλευρά στην σκιά της παραμέλησης για τον ίδιο λόγο.
«Χρόνια έστελνε ο Ονήσιλος τις μέλισσες» που έγραψε και ο ποιητής. Μετά από σειρά γεγονότων όπως τις δικοινοτικές διαταραχές του 1963-1964 άλλα και την κατάθεση προς ψήφιση 13 σημείων αναθεώρησης του Συντάγματος από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ΙΙΙ οι Τ/Κ αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα πολιτειακά τους αξιώματα κενώνοντας τις θέσεις τους σε βουλή, δικαστήρια και υπουργεία.
Αυτή η ολέθρια απόφαση, για την ΚΔ, των Τ/Κ η απόφαση του Τ/Κ αντιπροέδρου να αποχωρήσει από την κυβέρνηση καθώς και της υπόλοιπης Τ/Κ κοινότητας από τα υπόλοιπα πολιτειακά αξιώματα και τους θεσμούς, άνοιξε και τις κερκόπορτες για το ευρύτερο κυπριακό πρόβλημα, και αποδείχτηκε ολέθρια ιδίως για τη ομαλή λειτουργία του συντάγματος. Όταν ο θεμέλιος λίθος ενός κράτους, το σύνταγμα, δεν τίθεται σε ισχύ στην ολότητα του, σηματοδοτείται και το τέλος του κράτους.
Μετά την αποχώρηση των Τ/Κ από τα πολιτειακά τους αξιώματα, θεσμοί όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων υπολειτουργούσαν, ενώ τα υπουργεία Επιστρέφοντας πίσω στο δίκαιο της ανάγκης, όλα ξεκίνησαν με την κένωση των πολιτειακών θέσεων από τους Τ/Κ. λόγω της κένωσης το Σύνταγμα δεν ήταν σε ισχύ, εφόσον παραδείγματος χάρη η Βουλή λειτουργούσε μόνο με τους 35 Ε/Κ βουλευτές και όχι και με τους 15 Τ/Κ που ρητά το Σύνταγμα προνοούσε. Ούτως ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί ομαλά το Σύνταγμα καθώς και οι θεσμοί του παρόλα τα κενά που δημιουργήθηκαν καθιερώθηκε στην ΚΔ το το Δόγμα Της Ανάγκης, γνωστό και ως δίκαιο της ανάγκης (Doctrine of Necessity).
Προτού προβώ στην εξήγηση του εν λόγω δόγματος πρέπει να αναφερθώ στο σύστημα δικαίου στην Κύπρο. Η ΚΔ, ως πρώην αποικία του Στέμματος υιοθέτησε το κοινοδίκαιο (Common Law) στο νομικό της σύστημα, πανομοιότυπο με το σύστημα που ακολουθείται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για την ευκολότερη κατανόηση του κοινοδικαίου κάποιος μπορεί να το φανταστεί σαν μια πυραμίδα, όπου από την κορυφή έως την βάση ιεραρχούνται οι πηγές νόμου αντίστοιχα. Στην κορυφή ιεραρχείται το Σύνταγμα, έπονται οι νόμοι που ψηφίζονται από την βουλή, συνεχίζει με αποφάσεις εκτελεστικών οργάνων και στην βάση είναι η νομολογία.
Το κοινό δίκαιο, συχνά γνωστό ως νομολογία, είναι μια συλλογή άγραφων νόμων που βασίζονται σε νομικά προηγούμενα και προηγούμενες αποφάσεις που ορίζονται από δικαστήρια. Το κοινό δίκαιο προέρχεται από θεσμοθετημένες νομικές πράξεις και ερμηνείες των δικαστηρίων και λαϊκών απαιτήσεων .
Με γνώμονα το πιο πάνω, σε ένα υποθετικό σενάριο που αφορά τον ορισμό της μαθητικής στολής στα σχολεία, η πορεία ενός Κανονισμού ή Νόμου θα μπορούσε να ήταν η ακόλουθη:
Η Ανώτερη νομική εξουσία,το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δηλαδή, ορίζει την λειτουργεία σχολείων. Η ΒτΑ με ψήφισμα της, που αποτελεί πρωτεύοντα νόμο, ψήφισε ότι στα σχολεία πρέπει να χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες στολές. Ο Διευθυντής του Λυκείου Παραλιμνίου με επιβολή κανονισμού, που αποτελεί δευτερεύοντα νόμο, όρισε την στολή του σχολείου ως μαύρο παντελόνι και άσπρη φανέλα. Ο εν λόγω κανονισμός στη συνέχεια αποτέλεσε το αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας που κίνησε γονέας παιδιού που φοιτούσε στο συγκεκριμένο σχολείο. Ο δικαστής στην υπόθεση αποφάνθηκε ότι μαύρο παντελόνι για την χειμερινή περίοδο μπορεί να είναι και μια μαύρη αθλητική φόρμα, που αυτή η απόφαση του λειτουργεί ως νομολογία. Κάπως έτσι λειτουργεί το Αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα που έχουμε στην Κύπρο σε απλοποιημένη μορφή.
Το 1964 και μετά από την κένωση των τουρκοκυπριακών θέσεων έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, η υπόθεση του Τουρκοκύπριου Μουσταφά Ιμπραχίμ, μια ποινική υπόθεση για την παράνομη διακίνηση και εμπορία όπλων. Το Ανώτατο Δικαστήριο βέβαια δεν απαρτιζόταν από τον ένα Τ/Κ ανώτατο δικαστή όπως όριζε το Σύνταγμα. Έτσι ο κ. Ιμπραχίμ, ισχυρίστηκε ότι το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία και αρμοδιότητα να τον δικάσει καθώς είναι αντισυνταγματικό
Οι τότε δικαστές επικαλέστηκαν ο λεγόμενο «salus populi suprema lex» (Η Σωτηρία του λαού υπεράνω του νόμου). Σε πιο απλή γλώσσα το δικαστήριο για να σώσει το κράτος και να απονέμει δικαιοσύνη εφάρμοσε το δίκαιο της ανάγκης, μέσω του οποίου το Κυπριακό Σύνταγμα ερμηνεύεται επιτρέποντας εξαιρέσεις σε συγκεκριμένες πρόνοιες του Συντάγματος.
Συγκεκριμένα η απόφαση καθιέρωσε ότι σε σχέση με πρόνοιες του Συντάγματος όπου, υπάρχει επιτακτική και αναπόφευκτη ανάγκη ή σε εξαιρετικές περιστάσεις, εκεί όπου δεν μπορεί να υπάρξει άλλη νόμιμη λύση, το μέτρο το οποίο θα επιβληθεί είναι σε λογική κλίμακα που πηγάζει λόγω της ανάγκης που επικαλείται η πολιτεία αλλά είναι και προσωρινού χαρακτήρα τότε μπορεί να γίνει η επίκληση του Δόγματος της Ανάγκης ώστε να επιτραπεί παράβλεψη ή να διαβάλει σε αργία Πρόνοιες του Συντάγματος.
Η επιτροπή διεθνούς δικαίου των Ηνωμένων Εθνών αναγνωρίζει το δικαίωμα για επίκληση του Δόγματος της Ανάγκης για χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν «άμεσο και σοβαρό κίνδυνο». Επίσης κριτήριο για την επίκληση του Δόγματος είναι να μην θίγει σοβαρά ουσιαστικό συμφέρον του κράτους ή της διεθνούς κοινότητος. Σε περιπτώσεις όπου το ίδιο το κράτος προκάλεσε μια ανάγκη ή επείγουσα κατάσταση τότε το Δόγμα δεν μπορεί να επικαλεστεί αλλά και για αποκλεισμό ενός κράτους από διεθνές αδίκημα.
Εν ολίγοις το επικαλούμενο της ανάγκης κράτος δεν πρέπει να έχει συνεισφέρει στην κατάσταση η οποία οδηγεί στις ακραίες περιστάσεις οι οποίες οδηγούν στην καταφυγή της επίκλησης και οι ενέργειες οι οποίες έπονται να γίνουν είναι ο μόνος τρόπος αποφυγής του σοβαρού και επικείμενου κινδύνου για το ουσιαστικό συμφέρον ύπαρξης του κράτους.
Συνοψίζοντας, και ανακαλώντας την πυραμίδα ιεραρχίας του νόμου που έχω προηγουμένως αναφέρει, κάποιος μπορεί να πει ότι μια δικαστική απόφαση ήρθε και αθέτησε, ανέστειλε και καταπάτησε το Σύνταγμα. Η λιγότερη σε εξουσία και δικαιοδοσία νομική εξουσία αψήφησε την υπέρτατη μορφή νόμου στην Κύπρο.
Κατάλοιπα και βασικές διαφορές της τότε κοινωνίας με την σημερινή Κύπρο διαφαίνονται συχνά στις ελεύθερες, ελεγχόμενες από την ΚΔ περιοχές. Για παράδειγμα το σύνταγμα προνοεί ότι στα κτήρια της εκάστοτε κοινότητας θα υψώνεται πλην της Κυπριακής (πλέον και της Ευρωπαϊκής) η σημαία του έθνους της εκάστοτε κοινότητας. Όμως σε κτήρια τα οποία αφορούν και για τις δύο κοινότητες υψώνεται μόνο η Κυπριακή. Λόγω του δικαίου της ανάγκης αλλά και της Τουρκικής εισβολής πλέον δεν βρίσκουμε κτήρια που αφορούν αποκλειστικά την τουρκική κοινότητα αλλά και Τ/Κ στις ελεύθερες περιοχές. Για αυτό τον λόγο απαντάται το ερώτημα του γιατί στα σχολεία, στα δημαρχεία και στις εκκλησίες στην ΚΔ υψώνονται και Ελληνικές σημαίες ενώ στην Βουλή, τα Ανώτατα Δικαστήρια, τα Υπουργεία και το Προεδρικό μέγαρο υψώνεται μόνο η Κυπριακή. Ο λόγος είναι το γεγονός ότι τα προαναφερθέντα είναι κτήρια και υποδομές οι οποίες ανήκουν στην Ε/Κ κοινότητα, ενώ τα Κυβερνητικά Κτήρια και υποδομές ανήκουν αμφότερα και στις δύο κοινότητες.
Το πρόβλημα με το δίκαιο της ανάγκης ασφαλώς αφήνει ένα μεγάλο κενό, δημιουργεί ένα μεγάλο πρόβλημα και εξηγεί ένα πολυσυζητημένο θέμα, μιας και το Δίκαιο της Ανάγκης είναι μια λύση προσωρινού χαρακτήρα.
Το γεγονός ότι το Σύνταγμα δεν είναι σε πλήρη ισχύ υποδηλώνει ότι το κράτος δυσλειτουργεί, και η μη επαναφορά του Συντάγματος σε πλήρη ισχύ αφήνει την διεθνής κοινότητα να αμφισβητεί το κατά πόσο το κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι έγκυρο κράτος. Το Δόγμα της Ανάγκης δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετατραπεί σε «Δόγμα του βολέματος», με το οποίο απλά θα περιθωριοποιούμε τις βασικές συνταγματικές δομές του κράτους?.
Το υπέρμετρο πρόβλημα, είναι η επιτακτική ανάγκη λύσης του «Κυπριακού Προβλήματος», αυτή δεν είναι απαραίτητα ηλύση μεμονωμένα της παράνομης Τουρκικής κατοχής, αλλά και η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στην δημοκρατία.
Το μεγάλο κενό που αφήνει επίσης το Δόγμα της Ανάγκης είναι το πρόβλημα των «κρατικών ελέγχων και ισορροπιών» (Checks and Balances). Κάθε κράτος για την σωστή λειτουργία του και την ορθή κατανομή και διαχώριση των εξουσιών έχει μεθόδους και όργανα τον έλεγχο της μιας εξουσίας από τα αρμόδια στελέχη των άλλων εξουσιών. Για παράδειγμα το Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπει την δικαστική εξουσία για τον έλεγχο του συνόλου των νομοθεσιών που ψηφίζει η Βουλή για το εάν εμπίπτει εντός του πλαισίου των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ορίζει το σύνταγμα. Στην ΚΔ αυτή η αρμοδιότητα και ευθύνη βασίστηκε στο σύνταγμα με τις δύο κοινότητες να ελέγχουν η μια την άλλη όσον αφορά τη δίκαιη κατανομή εξουσιών. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας θα ελεγχόταν από τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, οι ανώτατοι δικαστές ο Ε/Κ από τον Τ/Κ και ούτω καθεξής.
Σήμερα με το λεγόμενο «ανέλεγκτο του Γενικού Εισαγγελέα», που στην ουσία ο δημόσιος κατήγορος του κράτους δεν ελέγχεται από κανένα και μπορεί εύκολα, λόγω του δικαίου της ανάγκης να δρα αφερέγγυα και «διεφθαρμένα». Για αυτό και το πολυσυζητημένο θέμα αυτού θα περάσει σύντομα και από την ΒτΑ για τροποποίηση του Συντάγματος μειώνοντας τις εξουσίες αυτού.
Κανονικά ο Γενικός Εισαγγελέας θα ελεγχόταν από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος θα έπρεπε να ήταν Τ/Κ. Αντί αυτού και του δικαίου της Ανάγκης και οι δύο είναι Ε/Κ και εφόσον το Σύνταγμα προνοεί δύσκολες και σχεδόν ανέφικτες λύσεις για παύση του Γενικού Εισαγγελέα, αυτός λειτουργεί αυθαίρετα και σε παρόν στάδιο. Οι εκθέσεις των Ευρωπαϊκών αρμοδιοτήτων για το κράτος δικαίου κατέταξαν την ΚΔ τελευταία στην σωστή απονομή δικαιοσύνης.
Η ερώτηση του γιατί όλοι οι πολιτικοί άρχοντες και τα κόμματα στην ΚΔ, προσπαθούν με τόσο ζήλο να βρουν μια λύση στο Κυπριακό Πρόβλημα είναι επειδή, σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο η διεθνής κοινότητα θα σταματήσει να αναγνωρίζει ένα κράτος χωρίς συνταγματική τάξη, με ανέλεγκτους θεσμούς και όργανα και σταδιακά το κράτος της ΚΔ θα καταρρεύσει.
Δεν μπορεί ένα κράτος να επικαλείται το δόγμα της ανάγκης επ’ αόριστόν. Για αυτό πολλές φορές, σχεδόν πάντα οι κυβερνώντες προσπαθούν ή τουλάχιστον προσδοκούν να βρουν κάποια λύση στο πρόβλημα για να αποδείξουν τόσο στην διεθνή κοινότητα όσο και στην δικαστική απόφαση που έφερε το δίκιο της ανάγκης ότι μια κάποια προσπάθεια για την εφαρμογή του συντάγματος στην πληρότητα του διαδραματίζεται, επειδή όπως σημειώθηκε και πριν, δεν είναι κάτι μόνιμο.
Το θέμα με το Δόγμα της Ανάγκης είναι η προσωρινή του ιδιότητα και η Κυπριακή πολιτεία πρέπει να βρει ένα τρόπο ανατροπής των γεγονότων και των συνθηκών που την έφεραν στο σημείο να επικαλεστεί την Ανάγκη.
Δυστυχώς σήμερα το δίκαιο της ανάγκης εργαλειοποιείταιμε τέτοιο τρόπο όπου σε νομικά τέλματα και αδιεξόδους επικαλείται το αδιέξοδο της μη πλήρης λειτουργίας του συντάγματος για την ‘καταπάτηση’ του ίδιου θεσμού που το Δόγμα αυτό ήρθε να προστατέψει.
Κάποτε ο George Washington είπε «Το Σύνταγμα, είναι ο οδηγός που ποτέ δεν θα εγκαταλείψω». Τι γίνεται όταν ο οδηγός έχει χάσει τον δρόμο; Τροφή για σκέψη.